ἀπήνη — four wheeled wagon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνῃ — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… … Dictionary of Greek
ἀπηνῆ — ἀπηνής ungentle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπηνής ungentle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπηνής ungentle masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερ(ρ)απήνη — η, Ν ζωολ. γένος χερσόβιων χελωνών τής οικογένειας εμυδίδες, που απαντούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terrapene, λ. αλγκονκικής γλώσσας, που συνδέεται με το αλγκονκικό torope «χελώνα»] … Dictionary of Greek
ἀπηνῶν — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen pl ἀπηνής ungentle masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπῆναι — ἀπήνη four wheeled wagon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναις — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναισι — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνην — ἀπήνη four wheeled wagon fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνης — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)